- τιθάσευση
- η / τιθάσευσις, -εύσεως, ΝΑ [τιθασεύω]εξημέρωση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τιθασεύσῃ — τιθασεύσηι , τιθάσευσις fem dat sg (epic) τιθασεύω tame aor subj mid 2nd sg τιθασεύω tame aor subj act 3rd sg τιθασεύω tame fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δάμασμα — το (Μ δάμασμα) [δαμάζω] η πράξη και το αποτέλεσμα τού δαμάζω, η τιθάσευση, η καθυπόταξη … Dictionary of Greek
δμήσις — δμῆσις, η (Α) [δάμνημι] δάμασμα, τιθάσευση («ἵππων δμῆσις») … Dictionary of Greek
ημέρευση — η (Α ἡμέρευσις) [ημερεύω (ΙΙ)] νεοελλ. η εξημέρωση, ο δαμασμός, η τιθάσευση αρχ. η διημέρευση … Dictionary of Greek
τιθασεία — ἡ, Α [τιθασεύω] τιθάσευση, εξημέρωση … Dictionary of Greek
χαβιά — η, και χαβί, το, Ν 1. βρόχος που μπαίνει στην κάτω σιαγόνα αλόγου ή άλλου υποζυγίου ως χαλινός ή για τιθάσευση τού ζώου 2. η στομίδα, το μεταλλικό εξάρτημα τού χαλινού που εισάγεται στο στόμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χάβος «χαλινάρι, φίμωτρο» + κατάλ. –ιά… … Dictionary of Greek
δάμασμα — το η τιθάσευση, η εξημέρωση: Το δάμασμα των στοιχείων της φύσης υπήρξε πάντα μια από τις επιδιώξεις του ανθρώπου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εξημέρωμα — το, ατος 1. τιθάσευση, δάμασμα, (η)μέρωμα. 2. μτφ., κατευνασμός, καλμάρισμα. 3. εκπολιτισμός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ημέρευση, η — και (η)μέρεμα, το ατος 1. τιθάσευση, εξημέρωση. 2. εξευγενισμός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)